- ερετικός
- -ή, -ό (AM ἐρετικός, -ή, -όν) [ερέτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερέτη ή στην ερεσία, ο κωπηλατικός2. το θηλ. ως ουσ. η ερετική (ενν. τέχνη)η τέχνη τής κωπηλασίαςνεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το ερετικότο πλήρωμα τών κωπηλατών στα κάτεργα και στις γαλέρες που απαρτίζεται από αιχμαλώτους και κατάδικους2. φρ. «ερετικά άσματα» — τα τραγούδια τών κωπηλατώναρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐρετικόνα) το σύνολο τών κωπηλατών τού πλοίουβ) η υπηρεσία τής κωπηλασίας.
Dictionary of Greek. 2013.